Ιερό ησυχαστήριο Αγ. Γρηγοριου του Παλαμά, Κουφάλια Θεσσαλονίκης


πανοραμική άποψη του Ησυχαστηρίου

   Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε Αγιορίτης μοναχός και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του Ησυχασμού, τα έργα του αποτέλεσαν και αποτελούν το βάραθρο της Ορθόδοξης μοναστικής ζωής. Η μνήμη του εορτάζεται δύο φορές τον χρόνο,  στις 14 Νοεμβρίου και την Β' Κυριακή των νηστειών του Πάσχα. 


   Στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης, απο το 1980 μέχρι και σήμερα υπάρχει το Ιερό Ησυχαστήριο γυναικών, αφιερωμένο στην μνήμη του. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί περιήγση στους χώρους της μονής και γράφτηκε μετά από επίσκεψη και διαμονή μου σε αυτήν το 2007.


   Ιερό ησυχαστήριο Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από τα Κουφάλια, κοντά στη Θεσσαλονίκη, πάνω από τα ισχνά φώτα της πόλης, στυλωμένο σ’έναν ξερόλοφο όπου αποτο 1980, μετατράπηκε με επίγειο παράδεισο εκεί ζουν οι μοναχές, παρουσίες αφιερωμένες στο θεό και στην προσευχή. Μακριά από τα εγκόσμια ενθρονισμένες στο μεγαλείο της ορθοδοξίας.

παρεκκλήσι Φύλακα Αγγέλου

    Πρώτο αντίκρισμα η θεόρατη σιδερόπορτα με το παρεκκλήσι του Φύλακα Αγγέλου, αγιογραφημένο με μυριάδες αγγέλλον και αρχαγγέλων, με τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ και τα πτερωτά Χερουβείμ. Στην άκρη της δυτικής πλευράς και καθώς ανοίγει το βήμα τα μάτια θολώνουν από την σιγή και τα πρώτα Ωσαννά.
  
   Η ελληνική σημαία ανεμίζει και από δίπλα ο δικέφαλος αετός επαναφέρουν στο μυαλό την πατριδογνωσία καθώς αντικρίζεις από την αριστερή πλευρά το μικρό παρεκκλήσι των Αγ. Ραφαήλ, Ειρήνης και Νικόλαου.
 
παρεκκλήσι των Αγ. Ραφαήλ, Ειρήνης και Νικόλαου

  Τα πεύκα πυκνά και αγέρωχα τριγύρω ξεπροβάλουν ένα - ένα ακλόνητα από τον καλοκαιριάτικο καύσωνα και η δεύτερη σιδερόπορτα ανοίγει εμπρός σου για την αγιοσύνη. Οι κήποι τριγύρω σε μεθούν από τα χρώματα και τ’ αρώματα, λίγο πιο πέρα ένα μικρό ξύλινο πορτάκι με τις ακτίνες του ήλιου να το διαπερνούν μ’ οδηγεί στον κήπο τον ελαιώνων, σα θύμηση των βασάνων του κυρίου εκεί όπου το βλέμμα χάνεται και παγώνει στις στιγμές που ο νους δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί.
Οι επάλξεις που περιστοιχίζουν το Ησυχαστήριο το κάνουν να μοιάζει με κάστρο και στη μέση της κυρίας εισόδου καθώς ο επισκέπτης διεισδύει στον Ιερό χώρο νιώθει επάνω του όλη την ευλογία του Αγ. Γρηγορίου και της Παναγίας της Πορταίτισσας, χτυπώντας το καμπανάκι που θ’ ανοίξει τούτος ο ευλογημένος τόπος για να ξεναγηθεί στην σοφία της χάριτος.
 
κύρια είσοδος της Μονής
 
    Οι μοναχές σε καλωσορίζουν πάντα χαμογελαστές και με μία αδιάλειπτη αγάπη να ξεχειλίζει από μέσα τους. Προσφέρουν πάντα Ελληνικό καφέ με λουκούμι και όπως συζητάς μαζί τους νιώθεις τον κάθε λόγο που ακούς να’ ναι γεμάτος ευλάβεια και ταπεινοσύνη, μέσα σε αυτή την κατάνυξη βρίσκεις την ψυχή σου, την αγάπη που έχασες και την πίστη σου. 

πανοραμική άποψη του εσωτερικού αύλειου χώρου

    Μας τακτοποιούν με την φίλη μου στον επάνω όροφο του ξενώνα σ’ ένα δωμάτιο που δε λείπουν οι ορθόδοξες εικόνες, τα πατερικά βιβλία που θα μας συντροφεύσουν καθ’ όλη την διαμονή, η θέα προς τον Ναό και το κεντρικό της αυλής με το Σήμαντρο και τον Κόπανο πού με τους χτύπους τους μας καλούν στην θεία λειτουργία. Οι γραφές λένε πως πριν τον κατακλυσμό ο Νώε χτύπαγε ένα ξύλο για να μαζευτούν τα ζώα στην κιβωτό, αυτό το ξύλο με την πάροδο τον χρόνων ονομάστηκε κόπανος και οι μοναχοί το χτυπούνε για να εισέλθουν οι χριστιανοί στο ναό να σώσουν τις ψυχές τους.

σήμαντρο και κόπανος

    Σε λίγο θα ξεκινήσει η παράκληση προς την Παναγία, ετοιμαζόμαστε για να κατέβουμε και από το παράθυρο του ξενώνα τις βλέπω μία - μία να ξεπροβάλουν για να πάρουν την κατάλληλη θέση στο ναό και να ξεκινήσουν τις ψαλμωδίες. Ο μύρος του μοσχοθυμιάματος πλανιέται στο χώρο διαπερνώντας την όσφρηση, χαρίζοντας την δρόσο της θρησκευτικής χάριτος, την πλούσια πνευματικότητα και την τίμια ασκητική των μοναχών. 

πρόσοψη του Ιερού Ναού

    Ο ναός φωτίζεται από τις ακτίνες του ήλιου, διαπερνώντας τα στρογγυλευμένα παράθυρα, λούζοντας την κάθε γωνιά και γεμίζοντας την ψυχή με ευφορία.
    Αρχικά προσκυνήσαμε την εικόνα του Κυρίου έπειτα του Αγ. Γρηγορίου του κλειδοκράτορα της Μονής, μετά του αγίου της ημέρας και από την αριστερή πλευρά « την εικόνα την σεπτή », της Παναγίας της Γοργοεπείκοου. 

εσωτερικό του Ναού


    Συνεπαρμένο το βλέμμα πλανιέται στον χώρο παρατηρώντας τις σκιές που πέφτουν πάνω στα στασίδια και με τα πρώτα Δόξα Σοι οι προσκυνητές κάνουν το σταυρό τους, μετουσιώνοντας την στιγμή με την ακόρεστη αγάπη του Ιησού Χρηστού ημών.
    Μετά την παράκληση βάδισα στον αυλόγυρο και στο μυαλό μου τριγύριζε επίμονα ο στίχος « Γνώρισόν μοι Κύριε, οδόν έν ή πορεύσομαι, ότι πρός σέ ήρα τήν ψυχήν μου ». Έβλεπα τις αρχοντάρισες να περιποιούνται τον κόσμο με χαρά και συγκινούμουν, προσπαθούσα να πιάσω μαζί τους κουβέντα, να εισπράξω κάτι παραπάνω από την καθημερινότητα μου, έναν λόγο σοφό, τον λόγο του Κυρίου. Κάθε στιγμή σε τούτο τον επίγειο παράδεισο είναι μοναδική, ανεξίτηλα χαράσσεται στην μνήμη πλυμμηριζωντάς την από αγάπη.
    Η αυλή είναι στολισμένη από λογής λουλούδια, μία χρωματιστή πανδαισία που μου θυμίζει το γαϊτανάκι τον παιδικών μου χρόνων. χαραγμένοι διάκοσμοι στον τοίχο του καθολικού, ψηφιδωτά και η βρύση που με βυζαντινά γράμματα γράφει Ιησούς Χριστός Νικά (IC XC, ΝΙ ΚΑ). H Ελλάς στο μεγαλείο της! Στα Μοναστήρια δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αλλά πάντα καταλαβαίνεις την εθνικότητα σου, την ιστορία της χώρας απ’ όπου κατάγεσαι.
 
    Κατευθύνθηκα προς τους λαχανόκηπους και τα θερμοκήπια συντροφιά με μία μοναχή, κρατώντας στα χέρια την φωτογραφική μηχανή αποθανατίζοντας έτσι την κάθε στιγμή που ζούσα εκεί καθώς το οπτικό μου πεδίο επεξεργαζόταν τον χώρο αχόρταγα. Μία άλλη αδελφή πότιζε της ροδακινιές και κρυβόταν από τον φακό, δε θέλησα να την ενοχλήσω και έτσι συνεχίσαμε τον περίπατο προς το παρεκκλήσι του Αγ. Ισαάκ του Σύρου.

παρεκκλήσι Αγ. Ισαάκ του Σύρου
  
   Μέσα από τα πυκνόσπαρτα πεύκα διέκρινα τον κόκκινο τρούλο και σ’ έναν ροζιασμένο κορμό καρφωμένη μία σκουριασμένη από την πολυκαιρία πινακίδα « Ησυχία Αρχή Καθάρσεως της Ψυχής (Μ. Βασίλειος) » και από κάτω ένα ξύλινο παγκάκι που ίσως εκεί οι Νύμφες οι Ανύμφευτες ξαπόσταιναν δοξάζοντας τον Κύριο. Ακολουθήσαμε το πέτρινο μονοπάτι που υπήρχε φτάνοντας μπροστά σε ένα ξύλινο αυτοσχέδιο γεφυράκι και οδηγηθήκαμε στην κύρια είσοδο του ναού. Σταθήκαμε για λίγο εκεί σα να θέλαμε να ανασάνουμε από το καυτό λιοπύρι και ένιωθα την γαλήνη του τοπίου να κυριεύει την ψυχή μου. Περπατήσαμε σιωπηλά μέσα στα δέντρα μέχρι να ξαναφτάσουμε στην Μονή και να κάνουμε το γύρω της.



    Αρχιτεκτονική επιβλητική, Αγιορείτικου τύπου και στην άκρη του μονοπατιού ψιλόλιγνες ακακίες και μία μηλιά κάτω από τα παραθύρια, η μοναχή που με συνόδευε μου διηγήθηκε πως φύτρωσε από ένα μισοφαγωμένο μήλο που πέταξε μία αδελφή από το παράθυρο του κελιού της. 
   Απέναντι μας η πίσω πλευρά του Ιερού και το μονοπάτι φτάνει στο τέλος του. Επιστρέψαμε πίσω στον κεντρικό αυλόγυρο, έφτασε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Η περιποίηση πάντα συνοδευμένη από αγάπη και ζεστασιά, το τραπέζι πλούσιο από τις ευλογίες του Κυρίου, μας σερβίρουν και αποσύρονται για να αναπαυτούν.
    
   Έφτασε η ώρα της απογευματινής προετοιμασίας, οι μοναχές περιφέρονται στο χώρο της Μονής, αναλαμβάνοντας η κάθε μία το διακόνεμα της και εσύ τις καμαρώνεις, τούτες δεν έχουν μέσα τους θλίψη, ο Κύριος τις φωτίζει, τους δίνει κουράγιο και καλοσύνη προς τον συνάνθρωπο. Βρίσκονται σε μία έκσταση, σε μία ακατάπαυτη προσευχή.
   
   Το Απόδειπνο σήμερα θα γίνει έξω, παίρνουν τις θέσεις τους και ξεκινάνε. Η Γερόντισσα στέκεται σε μία άκρη απομακρυσμένη από τον υπόλοιπο όχλο, βυθισμένη στην προσευχή και όπως την κοιτώ νιώθω να την περιτριγυρίζουν άγγελοι. Η μορφή της αγέρωχη, μου προκαλεί δέος καθώς ο άνεμος της παίρνει τα ράσα, μα τούτη δεν φαίνεται να ταράσσεται, συνομιλεί με τον Αγ. Γρηγόριο, τον παρακαλεί να μεσιτεύσει προς τον Κύριο να σώσει της ψυχές μας όπως η Παναγία στον Χριστό. « Δέσποινα και Μήτηρ του Λυτρωτού, δέξαι παράκλησεις, αναξίων σών οικετών, ίνα μεσιτεύσης πρός τον έκ σού τεχθέντα. Ω Δέσποινα του κόσμου, γένου μεσίτρια ».


    Τα κορμιά τους εξαϋλωμένα από τη νηστεία και την τίμια ασκητική ζωή αφιερώνονται ολοκληρωτικά στην προσευχή και εγώ στέκω εκεί, κοντά τους, σε μιαν άκρη, να θαυμάζω.
 
   Το απόδειπνο δεν διήρκεσε πολύ τελείωσε γρήγορα και η κάθε μία ξαναπήρε τη θέση της στο διακόνεμα που της άνηκε. Η σκιά του απογεύματος μεγάλωνε, άρχισε κι όλας να σουρουπώνει, καθίσαμε με μία μοναχή στο κηπάκι πίσω από το ναό σ’ ένα παραδοσιακό άσπρο σκαλιστό τραπέζι από σίδερο για να μιλήσουμε και ένιωσα ξαφνικά ευτυχισμένη μόνο πού ο νους μου δυσκολεύονταν να το λάβει, « η ψυχή μου πάει κι έρχεται, από τη μιάν άκρη στην άλλη του στήθους, σα σαΐτα κι υφαίνει », όπως λέει και ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά. Ύφαινα και εγώ τις στιγμές που ζούσα εκεί μέσα και ένα λεπτό μεθυστικό άρωμα αναύλιζε τριγύρω μου τυλίγοντας με έτσι όπως βράδιαζε ακόμη πιο πολύ και ο ορίζοντας ανοιγόταν στο μαύρο πέπλο της νύχτας. Τα σύννεφα φαινόντουσαν καθαρά και αόριστες μνήμες περίμεναν να με ταξιδέψουν στο άγνωστο.



   Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να κοιμηθούμε, στις τέσσερις το πρωί θα χτυπούσε το Τάλαντο για το πρωινό εγερτήριο... 
    Χαράματα στο καινούργιο γύρισμα του χρόνου, στην καινούργια στιγμή της λειτουργίας, την ώρα που και η αυγή ακόμη αργοξυπνάει οι Άγγελοι του Κυρίου έχουν αρχίσει να λένε την ευχή, « Κύριε Ιησού χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς ». Έξω από το ναό, στα σκαλιά μικρά κεράκια φωτίζουν την είσοδο. Μέσα δεν υπάρχει φως παρά μόνο τα τρεμάμενα καντήλια. Όλα είναι λουσμένα στη σιωπή και στο σκοτάδι και με τα πρώτα Κύριε Ελέησον πάνω από τα θολά φώτα σε καλημερίζει ο Θεός.

Σχόλια